Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

(ἐς Ἕλληνας

  • 1 Έλληνας

    [Элинас] ουσ. а. эллин, грек.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Έλληνας

  • 2 грек

    грек м о Έλληνας
    * * *
    м
    ο Έλληνας

    Русско-греческий словарь > грек

  • 3 греческий

    греческий ελληνικός \греческий язык η ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά \греческий писатель о Έλληνας συγγραφέας
    * * *

    гре́ческий язы́к — η ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά

    гре́ческий писа́тель — ο Έλληνας συγγραφέας

    Русско-греческий словарь > греческий

  • 4 грек

    грек
    м ὁ Ελληνας, ὁ Έλλην, ὁ Ρωμιάς.

    Русско-новогреческий словарь > грек

  • 5 по

    по
    предлог Α. с дат. п.
    1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):
    книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·
    2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:
    гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·
    3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:
    он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'
    4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·
    5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:
    по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·
    6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:
    по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·
    7. (при указании родства, близости):
    родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν
    8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:
    по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·
    9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):
    по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:
    по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:
    по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.

    Русско-новогреческий словарь > по

  • 6 происхождение

    происхождение
    с
    1. ἡ καταγωγή, τό γένος:
    кто он по \происхождениею? ποια εἶναι ἡ καταγωγή του;· грек (русский) по \происхождениею ἐλληνικής (ρωσικής) καταγωγής, Ελληνας (Ρώσος) τό γένος· социальное \происхождение ἡ κοινωνική προέλευση·
    2. (возникновение) ἡ προέλευση, ἡ καταγωγή, ἡ γένεση [-ις]:
    \происхождение видов биол. ἡ καταγωγή τῶν είδών \происхождение языка ἡ προέλευση τής γλώσσας.

    Русско-новогреческий словарь > происхождение

  • 7 грек

    [γκριέκ/] οοσ. α 'Ελληνας,

    Русско-греческий новый словарь > грек

  • 8 эллин

    [έλλιν] ουσ. α 'Ελληνας

    Русско-греческий новый словарь > эллин

  • 9 грек

    [γκριέκ] ουσ α 'Ελληνας,

    Русско-эллинский словарь > грек

  • 10 эллин

    [έλλιν] ουσ α 'Ελληνας

    Русско-эллинский словарь > эллин

  • 11 грек

    α.
    Ελληνας.

    Большой русско-греческий словарь > грек

  • 12 кровный

    επ.
    1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•

    -ые родственники συγγενείς όμαιμοι•

    брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•

    -ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•

    -ые связи δεσμοί αίματος.

    2. ζωτικός, βασικός•

    кровный интерес ζωτικό συμφέρο.

    3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•

    -ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.

    4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•

    кровный грек γνήσιος Ελληνας.

    5. με μόχθο•

    -ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.

    εκφρ.
    враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•
    - ая вражда – θανάσιμη έχθρα•
    - ая месть – βεντέτα•
    - ая обида – μεγάλη προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > кровный

  • 13 мудрец

    α.
    1. σοφός• γνωστικός•

    древнегреческий мудрец фалс милетский ο αρχαίος Ελληνας σοφός Θαλής ο Μιλήσιος.

    2. εξυπνάκιας.

    Большой русско-греческий словарь > мудрец

  • 14 происхождение

    ουδ.
    1. καταγωγή• προέλευση• γένος•

    грек по -ю Ελληνας την καταγωγή•

    пролетарское происхождение εργατική προέλευση•

    крестьянское происхождение αγροτική προέλευση•

    происхождение слова προέλευση (ετυμολογία) της λέξης.

    2. εμφάνιση•

    происхождение жизни на земле η εμφάνιση της ζωής στη γη (στον πλανήτη μας).

    Большой русско-греческий словарь > происхождение

  • 15 эллин

    α., -ка, -и θ.
    Ελληνας, -ίδα.

    Большой русско-греческий словарь > эллин

См. также в других словарях:

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • Έλληνας — ο θηλ. ίδα 1. αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή από την ελληνική φυλή, Ρωμιός, Γραικός. 2. αυτός που έχει ελληνική υπηκοότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἕλληνας — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλή μπέης ο Έλληνας — (; – 1773).Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου, ελληνικής καταγωγής. Γιος Έλληνα ιερέα από τη Μικρά Ασία, πουλήθηκε σκλάβος στους Μαμελούκους. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοιά τους και, μετά τον εξισλαμισμό του, τον απελευθέρωσαν. Ο Α.μ., που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Σέρρας, Βαρθολομαίος — Έλληνας διοικητής της αστυνομίας Καΐρου τον 18o αι. Ο Σ. ήταν κάτοικος Καΐρου στην εποχή της πολιορκίας της πόλης από τους Γάλλους του Βοναπάρτη. Όταν οι Μαμελούκοι εγκαταλείψανε την πόλη, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι της, έκαψαν τα ανάκτορα τους και… …   Dictionary of Greek

  • Παλλαδάς — Έλληνας επιγραμματοποιός που έζησε στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Ο Π. υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας ποιητής που διακρίθηκε. Αντίθετα με το έργο άλλων ελεγειακών, το δικό του χαρακτηρίζεται από δύναμη που πηγάζει από πραγματικό… …   Dictionary of Greek

  • Σαραντάρης, Γιώργος — Έλληνας ποιητής και φιλόσοφος (Κωνσταντινούπολη 1908 Αθήνα 1941). Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του ως το 1931 έζησε, εξαιτίας των εμπορικών ασχολιών του πατέρα του, στην Ιταλία, όπου έκαμε και τις πανεπιστημιακές του σπουδές (νομικά και φιλοσοφία) …   Dictionary of Greek

  • Σβορώνος, Ιωάννης — Έλληνας νομισματολόγος (Μύκονος 1863 Αθήνα 1922). Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα, έφυγε για την Ευρώπη, όπου σπούδασε νομισματολογία στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Την εποχή αυτή έγραψε το πρώτο του έργο:Νομισματολογία της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • Σκαλκώτας, Νίκος — Έλληνας συνθέτης και βιολονίστας (Χαλκίδα 1904 Αθήνα 1949). Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα πήρε στη Χαλκίδα, σε ηλικία 5 ετών. Το 1914 εγγράφεται στο «Ωδείο Αθηνών» όπου σπουδάζει βιολί με τον Τόνυ Σούλτσε και από όπου αποφοιτά το 1920 με πρώτο …   Dictionary of Greek

  • Σοφούλης, Θεμιστοκλής — Έλληνας πολιτικός (Βαθύ, Σάμος 1860 Κηφισιά, Αθήνα 1949). Σπούδασε αρχαιολογία στην Αθήνα και στη Γερμανία και απέκτησε τον τίτλο του υφηγητή αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Το 1900 εγκαταστάθηκε στη Σάμο, όπου εκλέχτηκε πληρεξούσιος… …   Dictionary of Greek

  • μύρινος — Έλληνας ποιητής, που δεν είναι γνωστό σε ποια εποχή έζησε. Διασώθηκαν διάφορα επιγράμματα του, μεταξύ των οποίων το Ανάθημα τοις Πασί Διοτίμου και το συμποτικό Εις γραίαν. * * * μύρινος, ὁ (Α) είδος θαλάσσιου ιχθύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»